ἀναπνεύσω

ἀναπνεύσω
ἀναπνέω
take breath
aor subj act 1st sg
ἀναπνέω
take breath
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
ἀ̱ναπνεύσω , ἀναπνεύω
aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)
ἀναπνεύω
aor subj act 1st sg
ἀναπνεύω
fut ind act 1st sg
ἀ̱ναπνεύσω , ἀναπνεύω
futperf ind act 1st sg (doric aeolic)
ἀναπνεύω
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μπουκώνω — 1. γεμίζω το στόμα κάποιου με φαγητό («όλο τό μπουκώνεις το παιδί και θα πνιγεί») 2. παρεμποδίζω λειτουργία με υπερβολική τροφοδοσία 3. υπερπληρώνω κάτι, παραγεμίζω, στουμπώνω, καργάρω 3. (αμτβ.) φράζομαι, βουλώνω, δυσλειτουργώ ή σταματώ λόγω… …   Dictionary of Greek

  • πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”